- βάκανον
- βάκανονcabbageneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βακάνου — βάκανον cabbage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακάνων — βάκανον cabbage neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήγανο — το / πήγανον, ΝΜΑ, και απήγανο και απήγανος, ο, Ν φυτό που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ζυγοφυλλίδες και περιλαμβάνει 5 περίπου είδη, σημαντικότερο… … Dictionary of Greek